ἀποδιΐστημι

ἀποδιΐστημι
ἀποδιΐστημι,
A separate,

ἀποδιαστῆσαι καὶ διαχωρίσαι Plu.2.968d

, cf. Vett. Val.214.17:—[voice] Pass., Hsch.
II intr., to be distant, [

πόλεις] θαλάσσης ἀποδιέστησαν Lib.Descr.8.1

, cf. Paul.Al.F.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποδιίστημι — ἀποδιίστημι (Α) διαχωρίζω δύο αντικείμενα …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”